αρκύστατος

αρκύστατος
ἀρκύστατος, -η, -ον (Α)
1. ο στημένος σαν δίχτυ
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τἀ ἀρκύστατα. χώρος κλεισμένος με δίχτυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρκυς + -στατος < ίστημι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀρκυστάτων — ἀρκύστατος beset with nets fem gen pl ἀρκύστατος beset with nets masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκύστατον — ἀρκύστατος beset with nets masc acc sg ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκυστάτην — ἀρκύστατος beset with nets fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκυστάτοις — ἀρκύστατος beset with nets masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκύστατα — ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρκύστατ' — ἀρκύστατα , ἀρκύστατος beset with nets neut nom/voc/acc pl ἀρκύστατε , ἀρκύστατος beset with nets masc voc sg ἀρκύσταται , ἀρκύστατος beset with nets fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρκυς — ἄρκυς ( υος), η (Α) 1. κυνηγετικό δίχτυ 2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» οι κίνδυνοι του ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα *arqu «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος* καθώς και με τις σλαβικές… …   Dictionary of Greek

  • αρκυστασία — ἀρκυστασία, η (Α) [αρκύστατος] ο τρόπος, η σειρά τοποθέτησης των κυνηγετικών διχτυών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”